νοσσίδα

νοσσίδα
η (Α νοσσίς)
μικρή στην ηλικία κότα η οποία δεν έχει συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο τής ηλικίας της, πουλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσίς με υφαίρεση (πρβλ. νεοσσός: νοσσός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νοσσάς — νοσσάς, ἡ (Α) νοσσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσσός (τ. τού νεοσσός*, με υφαίρεση) + κατάλ. άς (πρβλ. νευρ άς)] …   Dictionary of Greek

  • ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”